by comparison

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
by comparison < → δείτε τις λέξεις by και comparison

Έκφραση

[επεξεργασία]

by comparison (en)

  • (ιδιωματισμός) συγκριτικά, σε σύγκριση με, μπροστά
    It costs more but it’s better by/in comparison.
    Κοστίζει περισσότερο αλλά συγκριτικά είναι καλύτερο.
    It’s cheap in comparison to this one here.
    Είναι φτηνό σε σύγκριση μ' αυτό εδώ.
    By comparison with her sister, she is a fool.
    Μπροστά στην αδελφή της είναι βλάκας.

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]