câbleur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɑ.blœːʁ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό câbleur câbleurs
θηλυκό câbleuse câbleuses

câbleur (fr) αρσενικό