cão
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cão | cães |
cão (pt) αρσενικό (θηλυκό cadela)
- (θηλαστικό ζώο) ο σκύλος
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cão | cães |
cão (pt) αρσενικό (θηλυκό cadela)