cépage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
cépage cépages

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cépage (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]