caçula

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

caçula (pt) < από τη λέξη kasula των Μπαντού

ενικός πληθυντικός
caçula caçulas

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

caçula (pt)