caboche

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.bɔʃ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
caboche caboches

caboche (fr) θηλυκό

  1. (οικείο) το κεφάλι, η κούτρα
    ça ne peut pas rentrer dans sa caboche - δεν το χωράει η κούτρα του
  2. καρφί με μεγάλο κεφάλι για τη στήριξη μεταλλικών ελασμάτων στα παπούτσια