cabot

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.bo/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
cabot cabots

cabot (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. καμποτίνος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
cabot cabots

cabot (fr) αρσενικό

  1. (οικείο) (ειρωνικό) το σκυλί
  2. είδος ψαριού
  3. (οικείο) ο δεκανέας
  4. ο καμποτίνος