cacahuète

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.ka.wɛt/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
cacahuète cacahuètes

cacahuète (fr) θηλυκό