caissette

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɛ.sɛt/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
caissette caissettes

caissette (fr) θηλυκό