calèche

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.lɛʃ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
calèche calèches

calèche (fr) θηλυκό