calligraphie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
calligraphie < καλλιγραφία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.(l)li.ɡʁa.fi/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
calligraphie calligraphies

calligraphie (fr) θηλυκό

  1. η τέχνη της καλλιγραφίας
  2. ένα καλλιγραφικό έργο

Συγγενικά

[επεξεργασία]