calmant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό calmant calmants
θηλυκό calmante calmantes

calmant (fr)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
calmant calmants

calmant (fr) αρσενικό