calot

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
calot calots

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

calot (fr) αρσενικό

  1. το δίκοχο
  2. μεγάλη μπίλια
  3. (λαϊκότροπο και παρωχημένο) το μάτι