caméléon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Caméléon

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

caméléon (fr) αρσενικό

  1. (ζωολογία) ο χαμαιλέοντας
  2. αστρονομία → δείτε τη λέξη  Caméléon