caméscope

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
caméscope caméscopes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

caméscope (fr) αρσενικό