camelote

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kam.lɔt/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
camelote camelotes

camelote (fr) θηλυκό