camino

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

camino αρσενικό



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
camino < caminus < αρχαία ελληνική κάμινος

camino