campagne

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɑ̃.paɲ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
campagne campagnes

campagne (fr) θηλυκό

  1. η εξοχή, η ύπαιθρος
  2. η καμπάνια, η εκστρατεία
    la campagne électorale vient de commencer - η εκλογική καμπάνια μόλις άρχισε