campaign
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
campaign | campaigns |
campaign (en)
- η εκστρατεία, η καμπάνια
Ρήμα
[επεξεργασία]campaign (en)
ενικός | πληθυντικός |
campaign | campaigns |
campaign (en)
campaign (en)