campaniforme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
campaniforme campaniformes

Επίθετο

[επεξεργασία]

campaniforme (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. καμπανοειδής, που έχει μορφή καμπάνας
    céramique campaniforme - καμπανοειδής κεραμική