canaille
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
canaille | canailles |
canaille (fr) θηλυκό
- ο παλιάνθρωπος, το τομάρι, ο κανάγιας, το κάθαρμα