cankurtaran

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
cankurtaran < can (ζωή) + (kurtarmak) kurtaran (που σώζει)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /d͡ʒɑnkuɾtɑˈɾɑn/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cankurtaran (tr)