cannabis
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cannabis (fr) αρσενικό
- η κάνναβη (το φυτό και η ναρκωτική ουσία)
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cannabis (en)
- κάνναβη (το φυτό και η ναρκωτική ουσία)