canne à sucre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
canne à sucre | cannes à sucre |
canne à sucre (fr) θηλυκό
- το ζαχαροκάλαμο
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
canne à sucre | cannes à sucre |
canne à sucre (fr) θηλυκό