canner

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.ne/

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
  1. canner < canne (πόδι)
  2. canner < canne

canner (fr) και canner

  1. (αργκό) « το σκάζω », « το βάζω στα πόδια »
  2. (μεταφορικά) πεθαίνω

canner (fr)