cannibale

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
cannibale cannibales

cannibale (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. κανίβαλος

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
cannibale cannibales

cannibale (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. κανιβαλικός