carafon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
carafon | carafons |
carafon (fr) αρσενικό
- μικρή καράφα με κρασί ή λικέρ
- (ειδικότερα) πολύ μικρή καράβα, σε εστιατόρια, που έχει χωρητικότητα ενός τετάρτου (1/4) του λίτρου
- (κατ’ επέκταση) η ποσότητα κρασιού που περιέχει η παραπάνω καράφα
- (αργκό) ο χαρακτήρας, η προσωπικότητα