carafon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
carafon < carafe + -on

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
carafon carafons

carafon (fr) αρσενικό

  1. μικρή καράφα με κρασί ή λικέρ
  2. (ειδικότερα) πολύ μικρή καράβα, σε εστιατόρια, που έχει χωρητικότητα ενός τετάρτου (1/4) του λίτρου
  3. (κατ’ επέκταση) η ποσότητα κρασιού που περιέχει η παραπάνω καράφα
  4. (αργκό) ο χαρακτήρας, η προσωπικότητα