caramel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
caramel caramels

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

caramel (fr) αρσενικό

  1. (γαστρονομία) σιροπιού που παράγεται από το βράσιμο ζάχαρης· χρησιμοποιείται στην ζαχαροπλαστική ή ακόμα για να δώσει χρώμα
  2. (γλυκό) η καραμέλα που παράγεται από το παραπάνω σιρόπι
  3. (αθλητισμός) βίαιο και θεαματικό σταμάτημα ενός παίκτη στο ράγκμπι
  4. όνομα που δίνουν οι παίκτες σκραμπλ στα κέρματα του παιχνιδιού

Συγγενικά

[επεξεργασία]