caratare
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Etymology
[επεξεργασία]- caratare < carat(o) + -are
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ νέα ελληνικά: καρατάρω
Ρήμα
[επεξεργασία]caratare (it) (απαρέμφατο)
- να ζυγίζω με καράτια
- (μεταφορικά) υπολογίζω
Πηγές
[επεξεργασία]- caratare - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).