carbonisation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
carbonisation carbonisations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

carbonisation (fr) θηλυκό