carica
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Σερβοκροατικά (sh)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /tsâritsa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ca‐ri‐ca
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]carica (sh) (κυριλλική γραφή: царица) θηλυκό
- η τσαρίνα
- η αυτοκράτειρα
Κλίση
[επεξεργασία] κλίση του carica
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | carica | carice |
γενική | carice | carica |
δοτική | carici | caricama |
αιτιατική | caricu | carice |
κλητική | carice | carice |
τοπική | carici | caricama |
οργανική | caricom | caricama |