carica

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tsâritsa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ca‐ri‐ca

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

carica (sh) (κυριλλική γραφή: царица) θηλυκό

  1. η τσαρίνα
  2. η αυτοκράτειρα

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]