caricature

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
caricature < ιταλική caricatura

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.ʁi.ka.tyʁ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
caricature caricatures

caricature (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]