carissimi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του carissimus
- γενική ενικού του carissimus (αρσενικό)
- γενική ενικού, ουδέτερου γένους του carissimus
care |
carius |
carissime
|