carrière

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
carrière carrières

carrière (fr) θηλυκό

  1. το λατομείο, το νταμάρι
  2. η σταδιοδρομία, η καριέρα