carte mère

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
carte mère < carte (κάρτα) + mère (μητέρα)

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
carte mère cartes mères

carte mère (fr) θηλυκό