cartilage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
cartilage cartilages

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cartilage (fr) αρσενικό

  1. (ανατομία) ο χόνδρος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
cartilage cartilages

cartilage (en) αρσενικό

  1. (ανατομία) ο χόνδρος