cassetta

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
cassetta cassette

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
cassetta < cass(a) + υποκοριστικό επίθημα -etta < λατινική capsa < capio
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: κασέτα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cassetta (it)