caustique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]caustique < λατινική causticus
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
caustique | caustiques |
caustique (fr) αρσενικό ή θηλυκό