cedilo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | cedilo | cediloj |
αιτιατική | cedilon | cedilojn |
cedilo (eo)
Σερβικά (sr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cedilo (sr)
- λατινική γραφή του цедило