centime

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
centime centimes

centime (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) το λεπτό, το ένα εκατοστό του φράγκου
  2. το λεπτό, το σεντ (ένα εκατοστό) του ευρώ