cera

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
cera < λατινική cera

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cera (it)

Σύνθετα

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
cera < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kohᵃ-ⁱ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cera (la) θηλυκό

  1. κερί
  2. πλάκα γραφής (ιδίως στον πληθυντικό: cerae)
     συνώνυμα: pugillares
  3. επιστολή
  4. διαθήκη
  5. (κέρινη) σφραγίδα

Σύνθετα

[επεξεργασία]
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική cera cerae
γενική cerae cerārum
δοτική cerae cerīs
αιτιατική ceram cerās
κλητική cera cerae
αφαιρετική cerā cerīs
(α' κλίση)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cera (pl) θηλυκό