cerno

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
cerno < πρωτοϊταλική *krinō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *krey- (χωρίζω, διαιρώ)

cerno (la) μετοχή παρακειμένου conspectus (συνήθως, από το conspicio) [Η μετοχή του παθητικού παρακειμένου (cretus) απαντά μόνο μία φορά στην κλασική λατινική: “cineris bene creti,” Pall. 12, 22, 3· είναι όμως συνηθέστερη στα σύνθετα του cerno]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Αλλόγλωσσα παράγωγα

[επεξεργασία]