chaise

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 
ΔΦΑ : /ʃɛz/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
chaise chaises

chaise (fr) θηλυκό

assieds-toi sur la chaise - κάθησε στην καρέκλα
le pied de la chaise est cassé - το καρεκλοπόδαρο είναι σπασμένο

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]