champagnisation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
champagnisation champagnisations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

champagnisation (fr) θηλυκό