chandelier

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
chandelier < γαλλική chandelier < candelabrum < λατινική candela

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

chandelier (en)

  1. πολυέλαιος



      ενικός         πληθυντικός  
chandelier chandeliers

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

chandelier (fr) αρσενικό

  1. κηροπήγιο