chase

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας chase
γ΄ ενικό ενεστώτα chases
αόριστος chased
παθητική μετοχή chased
ενεργητική μετοχή chasing

chase (en)

  1. κυνηγώ, καταδιώκω
  2. λαξεύω, σκαλίζω
  3. (μεταβατικό) διώχνω, αναγκάζω κάποιον να φύγει από κάποιο χώρο
    Chase the dog from the garden!
    Διώξε το σκύλο από τον κήπο!
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη kick out