chatbot

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
chatbot chatbots

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
chatbot < chat + bot

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈtʃætbɑt/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

chatbot (en)