chaton

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
chaton < chat

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʃa.tɔ̃/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
chaton chatons

chaton (fr) αρσενικό

  1. γατάκι
  2. (μεταφορικά) λέγεται χαϊδευτικά, « αγγελούδι »
    dors bien, mon chaton ! - όνειρα γλυκά, αγγελούδι μου!

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη chat