chaudron

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
chaudron chaudrons

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

chaudron (fr) αρσενικό