chevreau

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
chevreau < chèvre

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

chevreau (fr) αρσενικό, chevrette και chevrelle θηλυκό